- άννηθον
- ἄννηθονἄνηθονdill: neut nom /voc /acc sgἄννηθονdill: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄννηθον — ἄνηθον dill neut nom/voc/acc sg ἄννηθον dill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνηθο — Φυτό μονοετές της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται στις μεσογειακές χώρες, στην Αφρική και στην Ασία. Φτάνει σε ύψος τα 30 70 εκ., έχει γραμμωτούς, κοίλους βλαστούς και χρώμα γαλαζοπράσινο, φύλλα φτερωτά, κατά νηματοειδή … Dictionary of Greek
ἀννήθου — ἄνηθον dill neut gen sg ἄννηθον dill neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀννήθῳ — ἄνηθον dill neut dat sg ἄννηθον dill neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)